Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουσούρι το [kusúri] Ο44 : (οικ.) 1. ελάττωμα στην κατασκευή, μειονέκτημα: Tο φόρεμα έχει ένα ~ στο γιακά. Kάποιο ~ θα έχει το αυτοκίνητο για να πουλιέται τόσο φτηνά. || μικρή σωματική αναπηρία: Kουτσαίνει ελαφρά και νομίζει πως όλοι προσέχουν το ~ του. 2. κακή συνήθεια, ελάττωμα: Έχει το ~ να τρώει τα νύχια της. Έχει χιλιάδες κουσούρια, αλλά την αγαπώ.
[τουρκ. kusur (από τα αραβ.) -ι]