Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουσκούς 1 το [kuskús] Ο (άκλ.) : (προφ.) κουτσομπολιό.
[< κουσκούς 2 (η σημ. από τις κουβέντες που συνηθίζονται κατά την ομαδική προετοιμασία του ζυμαρικού)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουσκούσι το [kuskúsi] Ο44 & κουσκούς 2 το [kuskús] Ο (άκλ.) : είδος ζυμαρικού σε κόκκους.
[τουρκ. kuskus (από τα αραβ.) `ψιλό ζυμαρικό΄ & -ι]