Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουρτινόξυλο το [kurtinóksilo] Ο41 : ξύλινη ή μεταλλική ράβδος από την οποία κρέμονται οι κουρτίνες με τη βοήθεια κρίκων, γάντζων κτλ.
[κουρτίν(α) -ο- + ξύλο]