Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουρσάρος ο [kursáros] Ο18 : πειρατής1.
[μσν. κουρσάρος < ιταλ. corsaro -ς ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουρσάρος ο· κρουσάρος.
-
- Πειρατής, ληστής:
- κουρσάροι έρχονται και μας καταρημάζουν (Διγ. O 2113· Byz. Kleinchron. Α´ 2108).
[<ιταλ. corsaro. H λ. το 12. αι., στο Du Cange (λ. κουρσεύειν) και σήμ.]
- Πειρατής, ληστής: