Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουρνιαχτός ο [kurnaxtós] Ο17 : (λαϊκότρ.) σκόνη σε μεγάλη ποσότητα, που αιωρείται: Kατακάθισε ο ~.
[μσν. κουρνιαχτός < κορνιαχτός ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ) < μσν. κορνιοκτός (ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ) *κορνιορτός (ανομ. του δεύτερου [r] ) < αρχ. κονιορτός (προληπτική ανάπτ. δεύτερου [r] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουρνιαχτός ο,
- βλ. κονιορτός.