Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουρμπέτι το [kurbéti] Ο44 : (λαϊκ.) ο εκτός του σπιτιού χώρος, η πιάτσα2, ως χώρος άσκησης επαγγελματικών ή κοινωνικών δραστηριοτήτων, κυρίως στις ΦΡ βγαίνω στο ~. χρόνια στο ~, για κπ. πολύ έμπειρο στο χώρο της αγοράς, των συναλλαγών. βγάζω κπ. στο ~, τον κάνω ανήθικο.
[τουρκ. kurbet, gurbet `μακριά από το σπίτι, ξενιτιά΄ (από τα αραβ.) -ι]