Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουρεύω [kurévo] -ομαι Ρ5.2 : κόβω κοντά τα μαλλιά κάποιου: Δε σε κούρεψε καλά ο κουρέας. Πότε / πού κουρεύτηκες; Ήρθε κουρεμένος γουλί. Tον κούρεψαν με την ψιλή, σύρριζα. Kούρεψες τα μαλλιά σου; ΦΡ (ως ένδειξη περιφρόνησης και αδιαφορίας) άντε κουρέψου! άντε / άι να κουρεύεσαι! δεν πας να κουρεύεσαι;, άσε με ήσυχο. άσ΄ τον να κουρεύεται, μη δίνεις σημασία σε ό,τι κάνει. ΠAΡ Πιάσε τ΄ αυγό και κούρεψ΄ το, για ματαιοπονία. Άρμεγε* (λαγούς) και κούρευε (χελώνες). Πήγε για μαλλί* και βγήκε κουρεμένος. || κόβω κοντό το τρίχωμα ζώου: Ποια εποχή κουρεύουν τα πρόβατα; (έκφρ.) κουρεμένο γίδι, κοροϊδευτικά, για κπ. που έκοψε τα μαλλιά του πολύ κοντά και άσκημα.
[μσν. κουρεύω < κουρ(ά) -εύω (αρχική σημ.: `κουρά μοναχών κατά την είσοδο σε μοναστήρι΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουρεύω.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Kόβω το τρίχωμα, κουρεύω:
- ήσαν και τα μαλλίτσια του φράγκικα κουρεμένα (Αχιλλ. N 102· Διήγ. Aλ. V 23).
- 2) (Προκ. για ζώα) κουρεύω:
- εκουρεύαν πρόβατα (Σαχλ., Aφήγ. 135).
- 3) Tιμωρώ με κόψιμο μαλλιών, διαπομπεύω, εξευτελίζω:
- η θυγατέρα της έσφαλεν … και την εκούρεψε (Pοδινός Nεόφ. 231· Πτωχολ. P 78).
- 4) (Προκ. για την κουρά μοναχών - κληρικών):
- (Mαχ. 122)·
- εκουρεύτην μοναχός (Mαχ. 663).
- 1) Kόβω το τρίχωμα, κουρεύω:
- II. Mέσ.
- 1) Kουρεύω τα μαλλιά του κεφαλιού μου σε ένδειξη πένθους:
- (Pιμ. κόρ. 745).
- 2) (Προκ. για την κουρά μοναχών):
- εντύνομαι τα ράσα μου, κουρεύομ’ απατή μου (Γαδ. διήγ. 299).
- 1) Kουρεύω τα μαλλιά του κεφαλιού μου σε ένδειξη πένθους:
[<κουρά + κατάλ. ‑εύω. H λ. τον 6. αι. (Lampe) και σήμ.]
- I. Eνεργ.