Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουρελιάρης -α -ικο [kureláris] Ε9 : που είναι κουρελής, που είναι ντυμένος με πολύ παλιά και φθαρμένα ρούχα· ο ρακένδυτος. || (ως ουσ.): Ήρθαν κάτι κουρελιάρηδες και ζητούσαν δουλειά αλλά τους έδιωξα.
[κουρέλ(ι) -ιάρης]