Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουρελιάζω [kurelázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. ως έκφραση υπερβολής, μετατρέπω ένα ύφασμα ή ένα ρούχο σε κουρέλια, το φθείρω, το σκίζω, το καταστρέφω, συνήθ. από υπερβολική χρήση: Tο κουρέλιασες / κουρελιάστηκε το παντελόνι σου. Φορούσε ένα κουρελιασμένο παλτό. || Kουρελιάστηκαν τα παπούτσια μου, πάλιωσαν πολύ. 2. (μτφ.) με τη συμπεριφορά μου μειώνω κπ. ηθικά, τον ταπεινώνω, τον εξευτελίζω· καταρρακώνω. || Kουρελιάστηκαν τα νεύρα μου.
[κουρέλ(ι) -ιάζω]