Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουρελαρία η [kurelaría] Ο25α : 1. σύνολο από παλιά και φθαρμένα ενδύματα. || σύνολο από παλιά, φθαρμένα, άχρηστα πράγματα: Tι την κουβαλάς όλη αυτή την ~; 2. ρούχα κακής ποιότητας και κακού γούστου: Tι κουρελαρίες είναι αυτές που πας κι αγόραζεις!
[κουρέλ(ι) -αρία]