Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουρείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουρείο το [kurío] Ο39 : το κατάστημα του κουρέα.

[λόγ. < αρχ. κουρεῖον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες