Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουρδιστήρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουρδιστήρι το [kurδistíri] & κουρντιστήρι το [kurdistíri] Ο44 : το εξάρτημα του ρολογιού με το οποίο το κουρδίζουμε.

[κουρδισ- (κουρδίζω), κουρντισ- (κουρντίζω) -τήρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες