Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουρδίζω [kurδízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. συσπειρώνω το ελατήριο ενός ρολογιού με τη βοήθεια του ειδικού εξαρτήματος, έτσι ώστε να συνεχίσει να λειτουργεί, και με επέκταση για παιχνίδια που λειτουργούν με αντίστοιχο μηχανισμό: Πρέπει να κουρδίσεις το τρενάκι για να ξεκινήσει. || (μτφ.): H παράσταση ήταν τέλεια κουρδισμένη, λειτούργησε άψογα. Οι άνθρωποι στο δρόμο περπατούσαν σαν κουρδισμένοι, σαν ρομπότ, με μηχανικές, τυποποιημένες κινήσεις. 2. σε έγχορδο μουσικό όργανο, τεντώνω με τη βοήθεια του ειδικού κλειδιού τις χορδές, για να πετύχω τον κατάλληλο τόνο: ~ το πιάνο. Tο βιολί δεν είναι κουρδισμένο.
[μσν. κορδίζω < κόρ δ(α)1 -ίζω ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]