Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουραστικός -ή -ό [kurastikós] Ε1 : που προκαλεί κούραση: Kουραστική δουλειά. H διδασκαλία είναι κουραστική, αλλά όχι βαρετή. Είναι κουρα στικό να δουλεύεις στον κήπο. Είναι κουραστικό παιδί, άτακτο ή δύστρο πο. || που προκαλεί πλήξη, ανία· βαρετός: Είναι ~ άνθρωπος. Mη γίνεσαι ~! H ομιλία ήταν πολύ κουραστική.
κουραστικά ΕΠIΡΡ. [κουρασ- (κουράζω) -τικός]