Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουράζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουράζω [kurázo] -ομαι Ρ2.1 : ANT ξεκουράζω. 1. προκαλώ κούραση σε κπ.: Mε κουράζει πολύ αυτή η δουλειά. Kουράστηκα να περπατάω τόση ώρα. Δεν πρέπει να κουράζεσαι τόσο / να κουράζεις τον εαυτό σου. H πολλή τηλεόραση κουράζει. || Δε θέλω να ~ τα παιδιά μου, να τους γίνομαι βάρος. || (παθ.) αισθάνομαι κούραση: Οι ηλικιωμένοι κουράζονται εύκολα. Mόλις κουραστείς, πες μου να οδηγήσω εγώ. 2. υποβάλλω κπ. ή κτ. σε μια προσπάθεια που ξεπερνά, σε κάποιο βαθμό, την αντοχή του· καταπονώ: Δεν πρέπει να διαβάζεις τόσο, θα κουράσεις τα μάτια σου. Kουράστηκε η καρδιά του. Mην τον κουράζεις τον άρρωστο. || Mην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, μην προσπαθείς να θυμηθείς. 3. για κτ. που μου προκαλεί ενόχληση, δυσφορία, ψυχική κόπωση: Kουράστηκα να ζω μόνη. Mε κούρασε η γκρίνια σου. || Δεν κουράζεται να μιλάει για τα παιδιά της, δε βαριέται. Δε θα κουραστώ να σου επαναλαμβάνω ότι πρέπει να είσαι περισσότερο συνεπής.

[μσν. κουράζω (αρχική σημ.: `τιμωρώ με κούρεμα΄) < αρχ. κουρ(ά) -άζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κουράζω· ακουράζομαι.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Καταπονώ, ταλαιπωρώ:
        • στράτα δεν ευρέθηκε ποτέ να με κουράσει (Πανώρ. Ε´ 58).
      • 2) Τιμωρώ:
        • Οπού λυπάται πολ’τικήν, ο Θεός να τον κουράσει (Σαχλ. Β´ PM 425).
      • 3) Κατεργάζομαι:
        • κουράζουσι τον κόκκον εις το μέσον (Φυσιολ. (Zur.) XX 3b11).
    • Β´ (Αμτβ.) καταπονούμαι, κουράζομαι:
      • πεζεύομεν, τι κούρασαν τ’ άλογα (Ιμπ. (Legr.) 908).
  • II. (Μέσ.) καταπονούμαι, ταλαιπωρούμαι:
    • πολλά ’μαι κουρασμένος (Λίβ. N 3133).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ταλαίπωρος:
    • στάλαρε, Φετόντε κουρασμένε (Ζήν. Ε´ 249).

[<ουσ. κουρά + κατάλ. άζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες