Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουράδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουράδα η [kuráδa] Ο25α : (χυδ.) στερεό, σχηματοποιημένο και ογκώδες περίττωμα. || υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου, πράγματος ή λόγου. κουραδίτσα η YΠΟKΟΡ. κουραδούλα η YΠΟKΟΡ.

[κουράδ(ι) μεγεθ. -α· κουράδ(α) -ίτσα, -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες