Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουπόνι το [kupóni] Ο44 : 1. απόκομμα που έχει αγοραστική ή ανταλλακτική αξία ίση με το ποσό το οποίο αναγράφεται επάνω: Kουπόνια βενζίνης / δώρων. Εκπτωτικό ~. 2. απόκομμα επάνω στο οποίο αναγράφεται το ποσό που προσφέρει κάποιος, συνήθ. ως οικονομική ενίσχυση, συμμετοχή σε έρανο κτλ.: Aγόρασα κουπόνια για την οικονομική εξόρμηση του κόμματος.
[ιταλ. cupon(e) -ι < γαλλ. coupon]