Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουπί το [kupí] Ο43 : 1. μακρύ ξύλο με πλατύ το ένα άκρο και στρογγυλεμένο το άλλο, έτσι ώστε να δημιουργείται ένα είδος λαβής, με το οποίο προωθείται η βάρκα μέσα στο νερό. (έκφρ.) κάνω ~. τραβώ ~, κωπηλατώ και ως ΦΡ κάνω μια ιδιαίτερα κοπιαστική εργασία, συνήθ. επιφορτισμένος με βάρη τα οποία θα έπρεπε να είχα μοιραστεί με άλλους. ΠAΡ Xωρίς άρμενα και κουπιά Άι-Nικόλα βόηθα. 2. (προφ.) η κωπηλασία: Ξέρεις ~; Έμαθε ~ από μικρός.
[μσν. κουπί(ν) < κουπίον < αρχ. κωπίον υποκορ. του κώπη ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [p] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουπί το,
- βλ. κουπί(ο)ν.
[Λεξικό Κριαρά]
- κουπί(ο)ν το· κουπί· κουπίν· κωπί.
-
- Κουπί:
- βαρκέτταν αρματώσασιν πενήντα δύο κουπίων (Χρον. Μορ. H 745)·
- φρ. παίρνει το κουπί μου νερό = εξοικειώνομαι με κ.:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 181).
[<αρχ. ουσ. κωπίον. Ο τ. ‑ί στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ‑ίν στο Meursius. Ο τ. κωπί και σήμ. ποντ., όπως και τ. κωπίν. H λ. στο Meursius (‑ίον)]
- Κουπί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουπιά η [kupxá] Ο24 : το χτύπημα με το κουπί μέσα στο νερό, κίνηση με την οποία προωθείται η βάρκα: Mε δυο τρεις κουπιές έφτασα στην ακτή.
[κουπ(ί) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουπιά η.
-
- Το περιεχόμενο της κούπας:
- εφτά κουπιές καλά γεμάτες (Κατζ. Γ´ 509).
[<ουσ. κούπα + κατάλ. ‑ιά]
- Το περιεχόμενο της κούπας: