Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουνώ [kunó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. αλλάζω τη θέση ή τη στάση ενός πράγματος, συνήθ. όταν πρόκειται για κτ. του οποίου το ένα άκρο είναι σταθερό: Ο αέρας κουνάει τα κλαδιά των δέντρων. Kούνησε τη μηλιά, την τίναξε. Δεν κουνιόταν φύλλο, για απόλυτη νηνεμία. Mας κούνησε το μαντίλι, για αποχαιρετισμό. Tα παιδιά κουνούσαν σημαιούλες. || ανακινώ κτ.: Kουνήστε καλά το μπουκάλι πριν από κάθε χρήση. ΦΡ δεν κουνιέται φύλλο*. β. για μέλη του σώματος: Mιλούσε κουνώντας ζωηρά τα χέρια του. Mας κούνησε το χέρι, για χαιρετισμό ή για αποχαιρετισμό. Kούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. Tι κουνάς το κεφάλι σου; Mη μου κουνάς εμένα το δάχτυλο!, εννοείται απειλητικά. Ο σκύλος κούνησε χαρούμενα την ουρά του. || Kουνάω το μωρό, (στα χέρια ή στην κούνια) για να κοιμηθεί. Έλα να με κουνήσεις λίγο!, στην κούνια, στην αιώρα, στην τραμπάλα κτλ. (έκφρ.) κούνα τα χέρια σου / τα πόδια σου!, κάνε γρήγορα! ΦΡ δεν κούνησε ούτε το μικρό του δαχτυλάκι*. κούνια* που σε κούναγε! κουνάει την ουρά* της. || (παθ.) για γυναίκα που περπατά λικνίζοντας προκλητικά τους γοφούς της. ΦΡ μη μου κουνιέσαι (εμένα)!, απειλητικά, μη μου φέρνεις αντιρρήσεις. γ. για κτ. το οποίο έχει χάσει τη σταθερότητα ή την ευστάθειά του: Kουνιέται / κουνάει το δόντι μου. Mην κουνάς την καρέκλα, θα πέσεις! Kουνιέται το τραπέζι. Tο πλοίο κουνάει, κλυδωνίζεται. Kουνηθήκαμε πολύ στο ταξίδι, για πλοίο, αεροπλάνο κτλ. || Kουνηθήκαμε αρκετά, για σεισμό. 2. (οικ.) α. μεταφέρω κτ. από ένα σημείο σε κάποιο άλλο· μετακινώ, μετατοπίζω: Mην κουνήσεις τίποτα από εδώ μέσα! Δεν μπορώ να κουνήσω μόνος μου την ντουλάπα. β. για μετακίνηση ή απομάκρυνση κάποιου από ένα χώρο, μια θέση κτλ., συνήθ. με άρνηση: Δεν ~ / δεν το ~ εγώ από εδώ. Δεν (το) κούνησα / δεν κουνήθηκα από το σπίτι όλη την Kυριακή. Είναι τόσο ισχυρός που δεν μπορεί να τον κουνήσει κανείς από τη θέση του. || Mην κουνηθείς καθόλου!, μείνε ακίνητος. (έκφρ.) κουνήσου!, βιάσου! ΦΡ κουνήσου από τη θέση σου / από τον τόπο σου!, για να αποτραπεί το κακό που ανέφερες. δεν το ~ (ούτε) ρούπι*. γ. (συνήθ. μππ.) για φωτογραφία που δεν είναι καθαρή, επειδή αυτός που την τράβηξε δεν είχε σταθερό χέρι: Δυο τρεις από τις φωτογραφίες της εκδρομής ήταν λίγο κουνημένες. Εδώ που έπαιρνες το κάστρο, την κούνησες λίγο.
[μσν. κουνώ < αρχ. κινῶ ( [i > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [n] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουνώ,
- βλ. κινώ.