Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουνούπι
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουνούπι το [kunúpi] Ο44 : δίπτερο έντομο, που το τσίμπημά του είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό και επικίνδυνο για τον άνθρωπο και τα ζώα, καθώς το θηλυκό απομυζά με την προβοσκίδα του αίμα για να τραφεί, μεταδίδοντας έτσι διάφορες ασθένειες (ελονοσία, κίτρινο πυρετό κτλ.). (έκφρ.) βλέπω κπ. σαν ~, δεν τον υπολογίζω, δεν τον λογαριάζω καθόλου. ΠAΡ Θα φάει η μύγα* σίδερο και το ~ ατσάλι. κουνουπάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. κουνούπι < κουνούπιον < ελνστ. κωνώπιον ( [o, o > u, u] από επίδρ. του υπερ. [k], του [n] και του χειλ. [p] ) υποκορ. του αρχ. κώνωψ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουνουπίδι το [kunupíδi] Ο44 : φυτό ποώδες, μονοετές ή διετές, του οποίου το άνθος, μεγάλο, λευκό ή υποκίτρινο και σαρκώδες, αποτελείται από μικρότερους σχηματισμούς και είναι εδώδιμο.

[μσν. κουνουπίδι(ν) ίσως < *κανωπίδιον υποκορ. του ελνστ. κάνωπ(ος) `σαμπούκος΄ -ίδιον]

[Λεξικό Κριαρά]
κουνουπίδιν το.
  • Κουνουπίδι:
    • Ου θέλουν … φρύγιον κράμβην και γουλίν και από το κουνουπίδιν; (Προδρ. II 42).

[πιθ. <ουσ. *κανωπίδιον <μεσν. κάνωπον. Η λ. στο Du Cange (λ. κουνούπι) και σήμ. (ι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουνουπιέρα η [kunupxéra] Ο25α : είδος κουρτίνας από πολύ λεπτό δικτυωτό ύφασμα, συνήθ. τούλι, η οποία περιβάλλει το κρεβάτι και προστατεύει αυτόν που κοιμάται από τα τσιμπήματα των κουνουπιών.

[κουνούπ(ι) -ιέρα]

[Λεξικό Κριαρά]
κουνούπιον το.
  • Κουνούπι:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 159v).

[<μτγν. ουσ. κωνώπιον. Βλ. και κώνωψ –πας. Η λ. στο Meursius και σήμ. (ι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες