Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουνουπίδι το [kunupíδi] Ο44 : φυτό ποώδες, μονοετές ή διετές, του οποίου το άνθος, μεγάλο, λευκό ή υποκίτρινο και σαρκώδες, αποτελείται από μικρότερους σχηματισμούς και είναι εδώδιμο.
[μσν. κουνουπίδι(ν) ίσως < *κανωπίδιον υποκορ. του ελνστ. κάνωπ(ος) `σαμπούκος΄ -ίδιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουνουπίδιν το.
-
- Κουνουπίδι:
- Ου θέλουν … φρύγιον κράμβην και γουλίν και από το κουνουπίδιν; (Προδρ. II 42).
[πιθ. <ουσ. *κανωπίδιον <μεσν. κάνωπον. Η λ. στο Du Cange (λ. κουνούπι) και σήμ. (‑ι)]
- Κουνουπίδι: