Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουνιστός -ή -ό [kunistós] Ε1 : 1. για κτ. που είναι έτσι κατασκευασμένο, ώστε να μπορεί να κουνιέται, να αιωρείται ή να ταλαντεύεται: Kουνιστή πολυθρόνα. Kουνιστό ξύλινο αλογάκι. 2. για άνθρωπο που περπατά με τρόπο λικνιστικό, κυρίως στην έκφραση ~ και λυγιστός, για κπ. που εμφανίζεται κάπου με αδικαιολόγητη άνεση και αμεριμνησία. || (παρωχ., μειωτ.) ο ομοφυλόφιλος.
[κουν(ώ) -ιστός]