Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουνίστρα η [kunístra] Ο25α : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα που κουνάει αισθησιακά τους γοφούς της όταν περπατάει, και γενικά για γυναίκα που επιδιώκει να τραβήξει την προσοχή των αντρών με προκλητικό ντύσιμο και με ναζιάρικη συμπεριφορά.
[κουν(ώ) -ίστρα]