Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουμπότρυπα η [kumbótripa] Ο27 : ειδική σχισμή μέσα από την οποία περνάει το κουμπί ενός ρούχου και στερεώνεται για να κλείσει το άνοιγμα το οποίο υπάρχει: Mηχανή για κουμπότρυπες. Mάτια σαν κουμπότρυπες, μικρά και άσκημα. || (λαϊκ.) τραύμα από σφαίρα: Θα σε γεμίσω κουμπότρυπες!
[κουμπ(ί) -ο- + τρύπα]