Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουμπούρι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουμπούρι το [kumbúri] Ο44 : (λαϊκότρ.) το όπλο, και κυρίως το πιστόλι.

[μσν. κουμπούρι `θηκάρι΄ < τουρκ. kubur , κατά τη σημερ. σημ. της τουρκ. λ.: `πιστόλι του ιππικού΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κουμπούρι το.
  • Φαρέτρα:
    • τες σαΐτες που βαστά ο πόθος στο κουμπούρι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1418]).

[<τουρκ. kubur. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουμπουριά η [kumburjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) πυροβολισμός με πιστόλι.

[κουμπούρ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες