Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουμπούρα η [kumbúra] Ο25 : (λαϊκότρ.) 1. το όπλο, και ιδίως το πιστόλι: Πήραν οι Kρητικοί τις κουμπούρες. 2. ο κουμπούρας.
[κουμπούρ(ι) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουμπούρας ο [kumbúras] Ο3 : (προφ.) κακός μαθητής, που η απόδοσή του στο σχολείο δεν είναι διόλου ικανοποιητική.
[κουμπούρ(α) -ας (ειρ.)]