Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουμπαριά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουμπαριά η [kumbarjá] Ο24 : (οικ.) είδος συγγενικής σχέσης που δημιουργείται μεταξύ του κουμπάρου και της οικογένειας εκείνου που παντρεύτηκε ή βαφτίστηκε από αυτόν.

[κουμπάρ(ος) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
κουμπαριά η.
  • Συντροφιά, παρέα:
    • (Φορτουν. Γ´ 133).

[<ουσ. κουμπάρος + κατάλ. ιά. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουμπαριάζω [kumbarjázo] Ρ2.1α : (προφ.) συνδέομαι με κπ. με κουμπαριά.

[κουμπάρ(ος) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες