Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουμπαράς ο [kumbarás] Ο1 : μικρό δοχείο, συνήθ. πήλινο, με ένα στενό άνοιγμα στο επάνω μέρος, από το οποίο τα μικρά παιδιά ρίχνουν κέρματα ή και χαρτονομίσματα για αποταμίευση: Έσπασε / άνοιξε τον κουμπαρά και αγόρασε ποδήλατο. ΦΡ τρύπιος* ~. || (επέκτ.) χρηματικό ποσό, όχι ιδιαίτερα μεγάλο, που προέρχεται από αποταμίευση.
[τουρκ. kumbara (από τα περσ.) -ς]