Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουμκουάτ το [kumkuát] Ο (άκλ.) : κοινή ονομασία μιας ομάδας εσπεριδοειδών των οποίων οι καρποί χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική και στην ποτοποιία.
[λόγ. < αγγλ. kumquat (από τα κινέζικα)]