Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουμκουάτ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουμκουάτ το [kumkuát] Ο (άκλ.) : κοινή ονομασία μιας ομάδας εσπεριδοειδών των οποίων οι καρποί χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική και στην ποτοποιία.

[λόγ. < αγγλ. kumquat (από τα κινέζικα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες