Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουμαριά η [kumarjá] Ο24 : θαμνώδες αειθαλές φυτό, που φύεται σε τόπους με χαμηλό υψόμετρο σε όλη την Ελλάδα, και οι καρποί του είναι μικροί και στρογγυλοί, με χρώμα πορτοκαλί ή κόκκινο και σάρκα εδώδιμη, γλυκιά και αρωματική αλλά δύσπεπτη.
[μσν. κουμαρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κούμαρ(ον) -έα > -ιά]