Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουμαντάρω [kumandáro] -ομαι & κουμαντέρνω [kumandérno] -ομαι Ρ6 : (οικ.) καταφέρνω να ρυθμίσω, να τακτοποιήσω, να αντιμετωπίσω, να ελέγξω κτ. ή κπ.: Δεν μπορώ να ~ μόνη μου τόσο μεγάλο σπίτι. Aυτός δεν μπορεί να κουμαντάρει ούτε τη γυναίκα του
Πώς τα κουμαντάρεις τόσα παιδιά!
[ιταλ. comandar(e) -ω ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [m] )· κουμαντ(άρω) μεταπλ. -έρνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουμαντάρω,
- βλ. κομαντάρω.