Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουμάσι το [kumási] Ο44 : (υβρ., λαϊκ.) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου με επιλήψιμη συμπεριφορά: Tι λογής ~ είναι αυτός; Kαλό ~ και του λόγου σου!
[μσν. κουμάσι(ν) (μαρτυρείται στη σημ.: `ρούχα΄) < τουρκ. kumaş `ρούχα, ποιότητα΄ -ι με δείνωση της σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουμάσι (I) το· κομάσι.
-
- Ορνιθώνας, κοτέτσι:
- (Γαδ. διήγ. 213).
[βλ. Καραποτόσογλου 1984: 10-6. Τ. ‑ιον στον Ησύχ. Η λ. και σήμ.]
- Ορνιθώνας, κοτέτσι:
[Λεξικό Κριαρά]
- κουμάσι (II) το.
-
- Ύφασμα: πολύτιμα κουμάσια
- (Διγ. Z 2414 χφ Α κριτ. υπ).
[<τουρκ. kumaş. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Ύφασμα: πολύτιμα κουμάσια