Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κουμάρι το.
-
- Αγγείο πήλινο ή γυάλινο, κανάτι:
- κρασί με το κουμάρι (Πτωχολ. Α 309).
[<ουσ. κουκουμάριον. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Αγγείο πήλινο ή γυάλινο, κανάτι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουμάρι 1 το [kumári] Ο44 : (λαϊκότρ.) ο μαστραπάς.
[μσν. κουκουμάριον με απλολ. [kuku > ku] υποκορ. του ελνστ. ἡ κούκουμ(α) -άριον (< λατ. cucuma)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουμάρι 2 το : (λαϊκ.) καθαρά τυχερό παιχνίδι που παίζεται με χρήματα και με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος.
[τουρκ. kumar `χαρτοπαιξία΄ (από τα αραβ.) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουμαριά η [kumarjá] Ο24 : θαμνώδες αειθαλές φυτό, που φύεται σε τόπους με χαμηλό υψόμετρο σε όλη την Ελλάδα, και οι καρποί του είναι μικροί και στρογγυλοί, με χρώμα πορτοκαλί ή κόκκινο και σάρκα εδώδιμη, γλυκιά και αρωματική αλλά δύσπεπτη.
[μσν. κουμαρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κούμαρ(ον) -έα > -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- Κουμάριος ο.
-
- Προσωποπ. του ουσ. κούμαρος:
- (Πωρικ. II 26).
- Προσωποπ. του ουσ. κούμαρος:
[Λεξικό Κριαρά]
- κουμαρίς η.
-
– Βλ. και κουβαρίς.
- ?Είδος ψαριού:
- Φέρετέ τον να φάγει κουμαρίδας ζεστάς (Σπανός A 383 κριτ. υπ).
[<αρχ. ουσ. κομαρίς]
- ?Είδος ψαριού: