Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουμάντο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουμάντο το [kumándo] Ο39 (χωρίς πληθ.) : (προφ.) η ρύθμιση, η τακτοποίηση, ο έλεγχος επάνω σε κτ. ή σε κπ.: Δεν ξέρει να κάνει ~. ~ θα μου κάνεις τώρα; Ποιος κάνει ~ εδώ μέσα; Δε θα κάνεις εσύ ~ στη ζωή μου. Έχει καλό / κακό ~, διαχείριση.

[ιταλ. comando ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [m] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες