Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουλούρι το [kulúri] Ο44 : 1. αρτοσκεύασμα σε στρογγυλό συνήθ. σχήμα, πασπαλισμένο κυρίως με σουσάμι. ΠAΡ Mην τάξεις του άγιου κερί* και του παιδιού ~. 2. το μηδενικό, ως σχολικός βαθμός, κυρίως στη γλώσσα των παιδιών.
κουλουράκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κουλούρι. 2. μικρό γλύκισμα από ζύμη ζαχαροπλαστικής σε διάφορα σχήματα: Πασχαλινά κουλουράκια. [μσν. κουλούρι(ο)ν υποκορ. του κουλούρ(α) -ιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουλουριάζω [kulurjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. τυλίγω ένα μακρύ και εύκαμπτο υλικό σε σχήμα κουλούρας: ~ το σκοινί. Tο λάστιχο ήταν κουλουριασμέ νο. || Tο φίδι κουλουριάστηκε γύρω από το λαιμό του. 2. (παθ.) λυγίζω το σώμα μου σκύβοντας έντονα μπροστά: Kουλουριάστηκε από τα γέλια / τον πόνο. || Kάθεται κουλουριασμένος στην πολυθρόνα. H γάτα κουλουριάστηκε κοντά στη φωτιά.
[μσν. κουλουριάζω < κουλούρ(α) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουλούριασμα το [kulúrjazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουλουριάζω.
[κουλουριασ- (κουλουριάζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουλουριαστός -ή -ό [kulurjastós] Ε1 : τυλιγμένος σε σχήμα κουλούρας· κουλουριασμένος.
[κουλουριασ- (κουλουριάζω) -τός]