Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουλούρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουλούρα η [kulúra] Ο25 : (οικ.) γενική ονομασία για διάφορα αντικείμενα σε σχήμα μεγάλου δακτυλίου. 1α. συνήθ. για ψωμί με στρογγυλό σχήμα και άνοιγμα στη μέση: Mια ~ (ψωμί). β. το σωσίβιο: Kολυμπάει με ~. γ. το στεφάνι του γάμου, κυρίως στη ΦΡ βάζω την ~, ειρωνικά, παντρεύομαι. 2. το μηδενικό, ως σχολικός βαθμός, κυρίως στη γλώσσα των παιδιών. 3. για εύκαμπτο υλικό, όταν τυλίγεται σε σχήμα κουλούρας: Mια ~ σκοινί / σύρμα. κουλουρίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. κουλούρα < ελνστ. κολλούρα ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] ) < αρχ. κολλύρα `μικρό στρογγυλό ψωμί΄ (ορθογρ. απλοπ.)· κουλούρ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουλουράς ο [kulurás] Ο1 : υπαίθριος πωλητής κουλουριών1.

[κουλούρ(ι) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες