Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουλουβάχατα [kuluváxata] : (προφ.) επιρρηματικά, άνω κάτω, συνήθ. στις εκφράσεις τα κάνω ~ / γίναμε ~, για υπόθεση ή κατάσταση που έχει περιπλακεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί άκρη.
[η κουλουβάχατα (μεταπλ. σε ουδ. πληθ. από την ομόηχη κατάλ.) < αραβ. kulluwahad `όλα ένα΄ -α από τον τίτλο πολιτικού φυλλαδίου του Θ. Κολοκοτρώνη, Η Κουλουβάχατα ή αι φύρδην μίγδην σημεριναί ιδέαι]