Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κουλλουράκι το.
-
- Κουλλουράκι:
- να πιάσεις κουλλουράκι κι ένα ποτήρι με ρακί (Φορτουν. Α´ 106).
[<ουσ. κουλλούρι + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ. (γρ. ‑λ‑)]
- Κουλλουράκι: