Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουλαντρίζω [kulandrízo] & κολαντρίζω [kolandrízo] Ρ2.1α : (προφ., λαϊκ.) με πειράγματα προκαλώ, ερεθίζω κπ.
[τουρκ. kulland(ι) γ' εν. αορ. του kullanmak `χρησιμοποιώ, οδηγώ΄ -ίζω με δείνωση σημ. (ανάπτ. [r] ;)· [u > o] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: κουστούμι - κοστούμι]