Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουλαίνω [kuléno] -ομαι Ρ7.1 : (οικ.) κάνω κπ. κουλό, προξενώ σε κπ. προσωρινή ή μόνιμη αναπηρία στα χέρια αλλά και στα πόδια. || με υπερβολή, χτυπώ κπ. στο χέρι ή και στο πόδι τόσο, ώστε τον παραλύω σχεδόν από τον πόνο: Mου ΄δωσε μια στο χέρι και με κούλανε.
[κουλ(ός) -αίνω]