Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουκούτσι το [kukútsi] Ο44 : 1. ο σκληρός πυρήνας καρπών με σαρκώδες περίβλημα: ~ από ροδάκινο. Tο ~ της ελιάς / του δαμάσκηνου. || σπέρματα καρπών με σαρκώδες περίβλημα: Tα κουκούτσια του λεμονιού. Mανταρίνι χωρίς κουκούτσια. 2. (μτφ., οικ., ως επίρρ.) καθόλου, κυρίως στην έκφραση ~ μυαλό: Δεν έχει ~ μυαλό, είναι εντελώς ανόητος ή απερίσκεπτος. Aν είχες ~ μυαλό δε θα τα ΄κανες αυτά.
[μσν. κουκούτσι(ν) < ιταλ. cucuzza `είδος κολοκύθας΄ (η σημ. με βάση τα σπόρια της κολοκυθιάς) θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. και εν. -ιν]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουκούτσιν το· κουκούτσι.
-
- Ο σκληρός πυρήνας, ο σπόρος του καρπού:
- σταφύλιν χωρίς κουκούτσιν (Ιατροσ. κώδ. χιε´).
[<ουσ. κόκκος + κατάλ. ‑ούτσιν· βλ. Georgacas 1982: 257, 269-70. Η λ. στο Du Cange (λ. κούκουδον). Ο τ. στο Somav. και σήμ.]
- Ο σκληρός πυρήνας, ο σπόρος του καρπού: