Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουκούλι το [kukúli] Ο44 : 1. νηματοειδές περίβλημα της προνύμφης διάφορων εντόμων και κυρίως του μεταξοσκώληκα. 2. (προφ.) ως θετικός χαρακτηρισμός, για κτ. πολύ άσπρο και μαλακό: ~ έγιναν τα σεντόνια / τα χέρια μου.
[μσν. κουκούλλιν < ελνστ. κουκούλλιον < λατ. cucull(us) -ιον (πρβ. κουκούλα) (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουκούλι το.
-
- Κουκούλα, σκούφια:
- ήτονε ένας βασταγαρόπουλος … και μήδε κουκούλι εφόριε (Κατά ζουράρη 125).
[μτγν. ουσ. κουκούλλιον (L‑S Suppl.). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Κουκούλα, σκούφια: