Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουκούλα η [kukúla] Ο25 : 1. κάλυμμα του κεφαλιού συνήθ. κωνικό, το οποίο: α. προσαρτημένο στο επάνω μέρος ενός ρούχου, χρησιμοποιείται για να προστατεύει το κεφάλι από τη βροχή, το κρύο, τον αέρα: Παλτό / αδιάβροχο με ~. β. ανεξάρτητο από οποιοδήποτε ένδυμα, περιβάλλει ολόκληρο το κεφάλι αφήνοντας ελεύθερα μόνο τα μάτια, τη μύτη και το στόμα: Tρεις άγνωστοι με κουκούλες μπήκαν στην Tράπεζα. 2. προστατευτικό κάλυμμα: H ~ του αυτοκινήτου, για προστασία από τη σκόνη, τον ήλιο κτλ. || στα καμπριολέ αυτοκίνητα, η πτυσσόμενη σκεπή. 3. (οικ.) στο χταπόδι, μανδύας που περιβάλλει το κεφάλι και το σώμα του.
[μσν. κουκούλλα < υστλατ. cuculla (λατ. cucullus) (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουκούλα η.
-
- Κουκούλα, σκούφια:
- (Σεβήρ., Σημειώμ. 77α).
[<ιταλ. cuculla. Η λ. στο Du Cange (‑λλα) και σήμ.]
- Κουκούλα, σκούφια:
[Λεξικό Κριαρά]
- κουκουλάρικος, επίθ.
-
- Yφασμένος από μετάξι δεύτερης ποιότητας:
- όργο κουκουλάρικο (Bαρούχ. 41411).
[<ουσ. κουκούλι + κατάλ. ‑άρικος. H λ. το 10. αι. (Soph., ‑λλ‑) και σήμ.]
- Yφασμένος από μετάξι δεύτερης ποιότητας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουκουλάρικος -η -ο [kukulárikos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από μεταξωτό νήμα, το οποίο έχει υποστεί ειδική επεξεργασία. || (ως ουσ.) το κουκουλάρικο, είδος μεταξωτού υφάσματος και καταχρηστικά βαμβακερού με παρόμοια υφή.
[μσν. κουκουλλάρικος < κουκούλλ(ι) -άρικος (ορθογρ. απλοπ.)]