Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουκουνάρι το [kukunári] Ο44 : 1. ο σπόρος της κουκουνάρας: Γαλοπού λα γεμιστή με κουκουνάρια. 2. η κουκουνάρα.
[μσν. κουκουνάρι < κουκουνάριον < *κοκκωνάριον (στη νέα σημ.) ( [o > u] από επίδρ. των υπερ. [k] ) υποκορ. αρχ. κόκκων `σπυρί ροδιάς΄ -άριον (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουκουναριά η [kukunarjá] Ο24 : είδος πεύκου που ο καρπός του μας δίνει κουκουνάρια που τρώγονται.
[μσν. κουκουναριά < κουκουνάρ(ι) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουκουνάριον το.
-
- Ο καρπός του πεύκου:
- (Ιατροσ. κώδ. ‚αξζ´).
[<ουσ. κοκκωνάριον (Steph., λ. κοκκον‑) <ουσ. κόκκων + κατάλ. ‑άριον· βλ. και κωνάρι(ν). Η λ. το 10. αι. Τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ο καρπός του πεύκου:
[Λεξικό Κριαρά]
- Κουκουνάριος ο.
-
- Προσωποπ. του ουσ. κουκουνάριον:
- (Πωρικ. I 10).
- Προσωποπ. του ουσ. κουκουνάριον: