Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουκουνάρα η [kukunára] Ο25α : ο κωνικός και φολιδωτός καρπός της κουκουναριάς και γενικότερα του πεύκου, του ελάτου και άλλων κωνοφόρων δέντρων. ΦΡ άρες* μάρες κουκουνάρες.
[μσν. κουκουνάρα < κουκουνάρ(ι) μεγεθ. -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουκουνάρα η.
-
- Ο καρπός του πεύκου·
- (συνεκδ.) πεύκο:
- Μέσα σ’ αυτά (ενν. τον κάμπο και το λιβάδι) να στέκονται ο δρυς κι η κουκουνάρα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [165]).
- (συνεκδ.) πεύκο:
- Η λ. ως τοπων.:
- (Έκθ. χρον. 6418).
[<ουσ. κουκουνάρι + κατάλ. ‑α. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]
- Ο καρπός του πεύκου·