Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουκουβάγια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουκουβάγια η [kukuvája] Ο25 : κοινή ονομασία για πολλά νυκτόβια αρπακτικά πτηνά με μεγάλο κεφάλι, γαμψό ράμφος, μεγάλα στρογγυλά μάτια που κοιτάζουν ακίνητα, μικρή ουρά και δυνατά πόδια με κοφτερά νύχια: Οι κουκουβάγιες φωλιάζουν στις ερημιές και στα ερείπια. Mάτια σαν της κουκουβάγιας, μεγάλα και ανέκφραστα. H ~ είναι σύμβολο της γνώσης και της σοφίας. ΠAΡ Άλλα τα μάτια* του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.

[μσν. κουκουβάγια ηχομιμ. < κουκουβάου]

[Λεξικό Κριαρά]
κουκουβάγια η· κουκουβάγη· κουκουβάια.
  • Το πουλί κουκουβάγια:
    • ακώ μιαν κουκουβάγια κι έκραξεν (Φαλιέρ., Ιστ. 278 κριτ. υπ).
  • Ο τ. ‑βάια ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 1787).

[ηχοπ. λ. Ο τ. βάια σε σχόλ. και τ. κοκοβάια και κουκοβάια σε Γλωσσάρ. (Du Cange, λ. κοκοβάια· πβ. και Meursius, λ. κοκκόβα). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες