Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουκλόσπιτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουκλόσπιτο το [kuklóspito] Ο41 : σπίτι για κούκλες· απομίμηση σπιτιού, ως παιδικό παιχνίδι. || χαρακτηρισμός μικρής και χαριτωμένης κατοικίας· κουκλίστικο σπίτι.

[κουκλο- + σπίτ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες