Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουκέτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουκέτα η [kukéta] Ο25 : κρεβάτι σε καμπίνα πλοίου. || για παιδικά συνήθ. κρεβάτια, τοποθετημένα το ένα επάνω στο άλλο.

[παλ. ιταλ. cochietta `μικρό κρεβάτι αξιωματικών στα πλοία΄ ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες