Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουιντέτο το [kuintéto] Ο39 : 1. μουσική σύνθεση που εκτελείται από πέντε μουσικούς: ~ για έγχορδα. 2. ομάδα, συγκρότημα πέντε μουσικών που εκτελούν μαζί μια σύνθεση. 3. (συνήθ. ειρ., πειραχτικά) ομάδα πέντε ατόμων που συνδέονται ή συνεργάζονται στενά και που συνήθ. παρουσιάζονται μαζί.
[λόγ. < ιταλ. quintetto]