Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουζινέτο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουζινέτο 1 το [kuzinéto] Ο39 : μικρή συσκευή για το μαγείρεμα.

[ιταλ.(;)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουζινέτο 2 το : (μηχανολ.) στοιχείο μηχανής που στηρίζει και οδηγεί έναν περιστρεφόμενο άξονα· έδρανο.

[ιταλ. cuscinetto ( [s > z] ;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες